- πυρσόχαιτος
- πυρσό-χαιτος, ον,A red-haired,
κάρα B.17.51
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κάρα B.17.51
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πυρσόχαιτος — ον, Α πυρσόκομος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρσός (ΙΙ), δωρ. τ. τού πυρρός «ερυθρός, κοκκινωπός» + χαίτος (< χαίτη)] … Dictionary of Greek
πυρσοχαίτου — πυρσόχαιτος red haired masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)